κλαρώται

κλαρώται
κλαρῶται, οἱ (Α) [κλάρος]
Κρήτες ακτήμονες, δούλοι όπως οι είλωτες στη Σπάρτη, που καλλιεργούσαν τα κτήματα τών ελεύθερων πολιτών, αλλ. αφαμιώται («κλαρῶται
εἵλωτες, δοῡλοι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαρωτάς (δωρ. τ. τού κληρωτής) με αναβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλαρῶται — κλᾱρῶται , κληρόω appoint by lot pres subj mp 3rd sg (doric) κλᾱρῶται , κληρόω appoint by lot pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”